Το έπος του 1940 με την φλογισμένη πένα των Ελλήνων ποιητών και τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο.
Εικοσιοχτώ του Οχτώβρη του 1940
Το γένος βουλιαγμένο μες στον αιώνα
να λυτρωθεί μονάχο του μπορεί
μα να ξυπνήσει πρέπει η πλέρια Μνήμη
βαθειά του, αδάμαστη και τρομερή.
Κανείς δε θα ξεφύγει τη γενιά του!
το βάρος της θα σπάσει ως τη στιγμή,
που βγαίνοντας από τη λησμονιά του
στο φως που πια δεν στέκουν δισταγμοί.
Της ζωής θε να ντυθεί την πανοπλία,
και μ’ ακέριο τον άγιο σκελετό
των περασμένων, θα στηθεί στη γη του
με το κεφάλι αλύγιστο κι ορτό!
Ελέγαμε: ένα Μαραθώνα ακόμα! Ελέγαμε: Μια Σαλαμίνα ακόμα! Ελέγαμε: Ακόμα ένα εικοσιένα! Κι ήρτες τέλος συ, Μητέρα-Μέρα, οπού αγκάλιασες κι ανύψωσες ολόκληρα τα περασμένα στον ανώτατο λυτρωτικό σκοπό τους, στον υπέρτατο τους ηθικόν Ιστορικό Ρυθμό!
Ω δικαίωση όλων των ελληνικών αγώνων! Ω ύψιστη ηθική στροφή μέσα στο χάος ολόκληρου του Κόσμου! Και μαζί, ω γιγάντια, πλέρια ιστορική καταβολή, από την οποία, ..Ν ι κ η τ έ ς, οι Έλληνες, θα ξεκινήσουμε αύριο, πρωτοπόροι της πνευματικής ανάπλασης ολόκληρης της γης!
Ω Μέρα-Μάννα, που μας έσπασες ακέρια κι ως το ύστατο, όλα τα κρυφά εσωτερικά δεσμά μας! Ω κοσμοϊστορική Ελευθερία, τόσο βαθειά λαχταρισμένη! Να Σε! Σε κατέχουμε! Σε νιώθουμε! Σε θέλουμε!
Και θε να Σε κρατήσουμε όλοι, στο τεράστιο ύψος που μας φανερώθηκες απ’ τα χαράματα των Εικοσιοχτώ του Οχτώβρη του 1940, κι ως με τη συντέλεια των αιώνων, είτε ζήσουμε, είτε, αύριο που θα φέγγεις πάνω απ’ όλο τον πλανήτη το γιγάντιο φως Σου, θα βρισκόμαστε στα σπλάχνα Σου, ω Μητέρα, αθάνατοι νεκροί!
Άγγελος Σικελιανός 15 Νοεμβρίου 1940 Νέα Εστία
Στρατιώτες του μετώπου
Σιμά Σας μόνο, εκεί μονάχα πρέπει,
στην πιο αψηλή του μόχτου Σας κορφή,
που τα Έργα δε χωρίζουν από τα Έπη
σα θα ‘μουνα στο πλάϊ Σας, αδερφοί,
εκεί που η λόγχη και το Πνέμα είν’ ένα,
κ’ ένα η ψυχή μαζί με το κορμί,
κι όλα τ’ αόρατα φανερωμένα
στης Εφόδου την ύστατην ορμή,
εκεί μονάχα, τον υπέρτατο αίνο,
με του Αισχύλου τον άκρατο σκοπό:
“Η Ελλάδα σκώνεται και τρώει τον ξένο”,
καθώς θα ορμάτε, θ’ άξιζε να πώ!
Αλλ’ αν η λόγχη και το Πνέμα ειν’ ένα,
λογιάστε το η ψυχή μου πόχει βγεί
να Σας προλάβει πιο μπροστά από μένα …
Κι ακούοντας την υπέρτατη κραυγή,
ακούοντας τον ακράτητο αυτόν αίνο,
με του Αισχύλου τον άκρατο σκοπό:
“Η Ελλάδα σκώθηκε και τρώει τον ξένο”,
πέστε πως ήρτα αυτού να Σας τον πώ!
Άγγελος Σικελιανός
Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο, για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του·
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι,
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του,
Η αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Να βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν…
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!…
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του – γιαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στώμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν;
Ήταν γενναίο παιδί!
Οδυσσέας Ελύτης
Στη λόγχη των Ελλήνων
“Ω λόγχη, αστραφτερή στενή λεπίδα,
σαν τις ψυχές μας ίσια και γυμνή,
άντρες εσέ κρατάνε αληθινοί,
που μόνη έχουν τα στήθη τους ασπίδα !
‘Ω λόγχη, αστραφτερή απ’ ατσάλι αχτίδα
στην άβυσσο του νου τη σκοτεινή!
Τ’ ανθρώπου, π’ άψυχη ήταν μηχανή,
στερνή και μόνη απόμεινες ελπίδα !
Λόγχη αντρειωμένων, λόγχη των Ελλήνων,
άστραψες κι αντιλάλησαν οι αιώνες,
κι’ οι σκλάβοι κόσμοι ανάκραξαν μαζί:
Ακόμα η θεία μανία των Σαλαμίνων!
Ακόμη οι Πλαταιές κι οι Μαραθώνες!
Ακόμα των ηρώων το πνεύμα ζή!
Τάκης Μπαρλας
Ξανανθίσαν οι δάφνες
Της δάφνης ξανάνθισαν τα κλωνάρια
απάνω στης Ηπείρου τις πλαγιές,
τα νέα για να στολίσουν παλικάρια,
που απ’ όλες της Ελλάδας τις μεριές
τραβούν μ’ ορμή, με θάρρος και μ’ ελπίδα
για να δοξάσουν τη γλυκιά Πατρίδα.
Ο βάρβαρος εχθρός τώρα ας το μάθει
κι ας φύγει ντροπιασμένος, ταπεινός!
Η δάφνη στην Ελλάδα δεν ξεράθη,
της Λευτεριάς δε σβηστή ο αυγερινός.
Κρατεί η Ελλάδα κλώνο ελιάς, μα ξέρει
να σπέρνει κεραυνούς με τ’ άλλο χέρι.
Σπύρος Παναγιωτόπουλος