Ταπεινά αντικείμενα καθημερινής χρήσης τα εφυαλωμένα κεραμικά του βυζαντινού κόσμου, τα πινάκια, οι κούπες, τα κύπελλα, τα ποτήρια, τα σαλτσάρια και τα λυχνάρια, που έμειναν για χρόνια παραμελημένα στο περιθώριο του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, το οποίο εστιάστηκε, δικαιολογημένα ίσως, στην αρχιτεκτονική και στη ζωγραφική ενός μεγάλου πολιτισμού, αναδεικνύονται σήμερα νέοι πρωταγωνιστές στον χώρο της έρευνας του Βυζαντίου. Ηταν άλλωστε μια παράλειψη που δεν επρόκειτο να συνεχισθεί για πολύ, καθώς τα αντικείμενα αυτά, πέραν της ίδιας της αξίας τους σήμερα, κρύβουν ένα πλήθος από πληροφορίες για την εξέλιξη της τέχνης αλλά και για τη ζωή των ανθρώπων και τη βυζαντινή κοινωνία με τις αλλαγές της μέσα στους αιώνες. Μια «Συνάντηση για τη Βυζαντινή Εφυαλωμένη Κεραμική και τις Τεχνικές Διακόσμησης», μια γνωριμία με ένα είδος που σήμερα πλέον έχει κινήσει το ενδιαφέρον όχι μόνο των αρχαιολόγων και των ιστορικών της τέχνης αλλά και των ανθρώπων της έντεχνης κεραμικής προσφέρει η έκθεση που με αυτόν τον τίτλο θα εγκαινιασθεί στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στις 28 Αυγούστου. Αφορμή άλλωστε είναι το συνέδριο της Διεθνούς Ακαδημίας Κεραμικής (IAC), το οποίο με θέμα «Τέχνη του πηλού. Αναφορές στο παρελθόν, προοπτικές για το μέλλον» διοργανώνεται στην Αθήνα.
Επίλεκτα αγγεία της βυζαντινής τέχνης περιλαμβάνονται στην έκθεση, η οποία άντλησε το υλικό της από το πλούσιο απόθεμα των μουσείων σε βυζαντινή εφυαλωμένη κεραμική. Μόνος περιορισμός η επιλογή των αντικειμένων εκείνων που παρουσιάζουν κατά τον καλύτερο τρόπο τις τεχνικές διακόσμησης μέσα στους αιώνες, υπακούοντας στις διαφορετικές συνθήκες κάθε τόπου και στις ανάγκες της εποχής. Από τις συλλογές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του υπουργείου Πολιτισμού, του Μουσείου Μπενάκη, του Μουσείου Πιερίδη - Αρχαίας Κυπριακής Τέχνης και του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου προέρχονται έτσι τα εκατό αντικείμενα της έκθεσης, τα οποία καλύπτουν χρονολογικά την περίοδο από τον 9ο ως τον 15ο αιώνα.
Η χάραξη
Κεραμικά με πορώδες σώμα και με εφυάλωση, που έχει γίνει από ενώσεις μολύβδου και η οποία σε σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες δίνει στιλπνότητα και διαφάνεια, ενώ χρωματίζεται εύκολα με οξείδια άλλων μετάλλων, περιλαμβάνει η βυζαντινή κεραμική, όπως εξηγεί η επιμελήτρια της έκθεσης, αρχαιολόγος, κυρία Δήμητρα Παπανικόλα-Μπακιρτζή. Η γραπτή, η ανάγλυφη και η εγχάρακτη διακόσμηση είναι οι τρεις τεχνικές οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν από τους βυζαντινούς κεραμείς για την κόσμηση των έργων τους.
Η χάραξη πάνω σε ένα στρώμα επιχρίσματος, η εγχάρακτη διακόσμηση δηλαδή των αγγείων, υπήρξε η κύρια τεχνική των βυζαντινών κεραμέων. Γνωστή σήμερα ως «sgraffito», η τεχνική αυτή επιτυγχάνει την ανάδειξη του διάκοσμου, δημιουργώντας αντίθεση ανάμεσα στο ανοικτόχρωμο επίχρισμα του κάμπου και στο βαθυκόκκινο του πηλού, το οποίο εμφανίζεται με τη χάραξη κάτω από το επενδυτικό ασπριδερό επίχρισμα. Αντίθεση την οποία αναδεικνύει ακόμη περισσότερο η εφυάλωση με τη στιλπνότητά της.
«Στη μεγάλη πορεία της από τον 11ο αιώνα ως τα νεότερα χρόνια η βυζαντινή εγχάρακτη κεραμική θα αναζητήσει νέους τρόπους έκφρασης και θα διερευνήσει τις δυνατότητες που παρέχει το εύρος της εγχάρακτης γραμμής» επισημαίνει η κυρία Παπανικόλα-Μπακιρτζή. Πρόκειται για πειραματισμούς ή για ένα παιχνίδι, ακόμη καλύτερα, ανάμεσα στο σκοτεινό χρώμα του πηλού και στο φωτεινό του επιχρίσματος, δημιουργώντας «λεπτεγχάρακτες, αδρεγχάρακτες και επιπεδόγλυφες», όπως αναφέρονται οι μορφές διακόσμησης, οι οποίες εμπλουτίστηκαν χρωματικά με καφεκίτρινες και πράσινες πινελιές.
Τα θέματα
Ανθρώπινες μορφές, ζώα και πουλιά αλλά και δαντελωτά θέματα με κυρίαρχο μοτίβο την έλικα κυριαρχούν στο πρώτο από αυτά τα είδη, τη λεπτεγχάρακτη διακόσμηση, που γνώρισε μεγάλη διάδοση στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα. Αυτή θα δώσει τη σκυτάλη στην αδρή χάραξη, που θα κυριαρχήσει γρήγορα, αποδίδοντας θέματα με κυνηγούς, πολεμιστές και ήρωες του ακριτικού κύκλου αλλά και με ζώα, κυρίως ψάρια και πουλιά, καθώς και με γραμμικά γεωμετρικά θέματα. Τα πιο εντυπωσιακά όμως βυζαντινά κεραμικά είναι τα γνωστά ως επιπεδόγλυφα ή «champleve», στα οποία έχει αφαιρεθεί ολόκληρο το επίχρισμα από τον κάμπο της παράστασης ώστε να προβάλλονται πάνω στον σκουρόχρωμο γυμνό πηλό οι ανοιχτόχρωμες μορφές. Σκηνές που αφηγούνται ιστορίες αγάπης, εξοντωτικούς αγώνες με άγρια θηρία και δράκους αλλά και σκηνές με παιχνιδιάρικα λαγουδάκια και ζωηρά ελάφια αποτελούν το θεματολόγιο αυτής της κατηγορίας. Στην υστεροβυζαντινή περίοδο και οι τρεις μορφές διακόσμησης χρησιμοποιούνται αδιάκριτα. Τώρα όμως πλέον αναζητείται η πολυχρωμία και έτσι ο εγχάρακτος διάκοσμος εμπλουτίζεται με το καφεκίτρινο οξείδιο του σιδήρου και το πράσινο οξείδιο του χαλκού. Οι χρωματικές προτιμήσεις άλλωστε για την εφυάλωση έχουν στραφεί σε όλη την γκάμα του κίτρινου (από το ζωηρό κίτρινο και το χρυσό ως το κίτρινο πορτοκαλί και το σκοτεινό καφεκίτρινο).
Μια ιδιαίτερη κατηγορία εξάλλου είναι τα κυπριακά εφυαλωμένα κεραμικά, τα οποία, παρ' ότι ως προς την τεχνολογία, τις τεχνικές διακόσμησης και την εικονογραφία ομοιάζουν με αυτά του υπόλοιπου βυζαντινού κόσμου, εν τούτοις εμφανίζουν και ορισμένα τοπικά χαρακτηριστικά εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης του νησιού στην Ανατολική Μεσόγειο και της ιστορικής τύχης του ασφαλώς, καθώς από το 1191 βρισκόταν υπό λατινική κυριαρχία.
Τα κέντρα παραγωγής
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, τα κέντρα παραγωγής κεραμικής ήταν περιορισμένα σε αριθμό κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, αν και η ακτίνα εμπορίας των προϊόντων τους ήταν μεγάλη. Οι αλλαγές όμως στις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες μετά την λατινική κατάκτηση στις αρχές του 13ου αιώνα φαίνεται πως συνετέλεσαν στην ανάπτυξη πολλών τοπικών περιφερειακών κέντρων παραγωγής της εφυαλωμένης κεραμικής. Μία ακόμη αλλαγή στα βυζαντινά καμίνια την ίδια εποχή είναι το ψήσιμο των αγγείων με τριποδίσκους. Με την παρεμβολή δηλαδή ενός μικρού πήλινου τριποδίσκου ανάμεσα στις γυαλωμένες επιφάνειες των αγγείων, τα οποία μπορούσαν έτσι να στοιβάζονται κατά στήλες μέσα στο καμίνι χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο να κολλήσουν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα τη μαζικοποίηση της παραγωγής.
Σκεύη καθημερινής χρήσης, τα εφυαλωμένα κεραμικά χαρακτηρίζονταν ως τον 12ο αιώνα για τις μεγάλες διαστάσεις τους καθώς χρησίμευαν ως αγγεία παράθεσης του φαγητού. Το γεγονός όμως ότι κατά τα υστεροβυζαντινά χρόνια, από τον 13ο ως τον 15ο αιώνα, τα σκεύη έγιναν μικρότερα και βαθύτερα αποδεικνύει ότι υπήρξε μια μεγάλη αλλαγή στο διαιτολόγιο των Βυζαντινών με στροφή προς τα υδαρή φαγητά, τους ζωμούς και τις σούπες. Πρόκειται για μια από τις παράπλευρες πληροφορίες που δίνει η μελέτη της κεραμικής.
«Το υλικό που έχουμε στη διάθεσή μας είναι μεγάλο» λέει η κυρία Δήμητρα Παπανικόλα-Μπακιρτζή, διευκρινίζοντας ότι κεραμική θα βρεθεί σε κάθε βυζαντινή ανασκαφή. Είτε πρόκειται για τάφους, αφού τα αγγεία συνόδευαν τα ταφικά έθιμα, είτε οικίες, πηγάδια, υπονόμους, παντού, ακόμη και σε ναυάγια στον βυθό της θάλασσας, αποδεικνύοντας την αντοχή του υλικού. Και όσο για την ποιότητά του, αυτή ασφαλώς ποικίλλει. «Ας μη ζητάμε πάντα μεγάλη τέχνη σε αυτά τα κατάλοιπα» επισημαίνει η κυρία Παπανικόλα-Μπακιρτζή, παρ' ότι βεβαίως η αξία τους συχνά είναι αναμφισβήτητη.
Αγνωστη για χρόνια, μετέωρη ανάμεσα στην κεραμική του ισλαμικού κόσμου και της Δυτικής Ευρώπης, η βυζαντινή κεραμική έχει ωστόσο μια ιδιαίτερη ταυτότητα, η «ανακάλυψη» της οποίας οδήγησε σε αλλεπάλληλες, κατά την τελευταία δεκαετία κυρίως, εκθέσεις, δημοσιεύσεις και συνέδρια, με αποκορύφωμα το 7ο Διεθνές Συνέδριο για τη μελέτη της Μεσαιωνικής Κεραμικής της Μεσογείου που έγινε στη Θεσσαλονίκη το 1999.
Η «Συνάντηση για τη Βυζαντινή Εφυαλωμένη Κεραμική. Τεχνικές Διακόσμησης» διοργανώνεται από το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και το Μουσείο Μπενάκη.